- οφθαλμοαντίδραση
- και οφθαλμαντίδραση, ηδιαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθαλμαντίδραση — η βλ. οφθαλμοαντίδραση … Dictionary of Greek